- ὀρθρίαι
- ὀρθρίᾱͅ , ὄρθριοςat daybreakfem dat sg (attic doric aeolic)ὀρθρίᾱͅ , ὀρθρίαmorningfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὄρθριαι — ὄρθριος at daybreak fem nom/voc pl ὀρθρία morning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρθρι' — ὄρθρια , ὄρθριος at daybreak neut nom/voc/acc pl ὄρθρια , ὄρθριος at daybreak neut nom/voc/acc pl ὄρθριε , ὄρθριος at daybreak masc voc sg ὄρθριε , ὄρθριος at daybreak masc/fem voc sg ὄρθριαι , ὄρθριος at daybreak fem nom/voc pl ὄρθριαι , ὀρθρία… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξίσταμαι — (AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, άω) [ίστημι] μσν. νεοελλ. μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι») μσν. 1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω 2. (το θηλ. τής μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῑα έξαλλη, αλλόφρων αρχ. 1. μετακινώ από … Dictionary of Greek
σιτίο — το / σιτίον, ΝΜΑ [σῑτος] συνήθως στον πληθ. τα σιτία τρόφιμα, προμήθειες (α. «σιτία γυλιού» τα τρόφιμα που έχει ο οπλίτης στον γυλιό του και τά χρησιμοποιεί σε περίπτωση μη εφοδιασμού β. «σιτία και ποτά», Πλάτ. γ. «εἴ τι σιτίον ἢ ποτὸν ἦν», Ξεν.) … Dictionary of Greek